- πυκνίτης
- ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ. Πνύξ) + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. Ταρταρ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.